πατάνια

πατάνια
πατάνιον
flat dish
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πατανία — η μάλλινο κλινοσκέπασμα, κουβέρτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. batania ή, κατ άλλους, από τουρκ. battaniye (βλ. και λ. μπατανία)] …   Dictionary of Greek

  • υφαντουργία — Η βιομηχανία κατασκευής υφασμάτων. Mέχρι το 18o αιώνα οι άνθρωποι γνώριζαν μόνο τη χειροποίητη υφαντική τέχνη. Η μηχανοποίηση εμφανίστηκε στην Αγγλία το 1785 και από τότε πέρασε από πολλά στάδια εξέλιξης. Την ίδια εποχή, εξαιτίας της ανάπτυξης… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”